παρακενώ

παρακενώ
-όω, Α
1. αδειάζω κάτι από τα πλάγια, αδειάζω λίγο λίγο
2. μτφ. αποκαλύπτω, προδίδω κάποιον («φοβοῡμαι μήποτε παρακενώσῃς με τοῑς Χριστιανοῑς καὶ καύσωσί με», Διδασκ. Ιακ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + κενῶ «αδειάζω» (< κενός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παρακένωσις — ώσεως, ἡ, Μ [παρακενώ] έκκριση, εκκένωση από τα πλάγια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”